Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "λιπαρός"

1 εγγραφή
λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |κυριολ. 1. λιπαρός, αυτός που περιέχει λίπος |φυσική και βιολογία |για οσμή |αλειμμένος με λάδι, γυαλιστερός |για άνθρωπο |στιλπνός, ζωηρός, με όψη υγιή |για μέρη του σώματος 2. ευτραφής Β. |μτφ. 1. πλούσιος, λαμπρός, έξοχος, ωραίος |για πράγματα |πλούσιος, ευχάριστος |για συνθήκες ζωής, καταστάσεις |ως επίθετο πόλεων 2. γόνιμος, εύφορος |για τόπο |ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία, σε πλούτο
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες