Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "λά"

1 εγγραφή
λανθάνω και λήθω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ., παραμένω άγνωστος, μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) |με αιτ. προσ. |με αιτ. και απρφ. |με μτχ., που αποδίδεται με ρ. και το ρ. με επίρρημα κρυφά, μυστικά, απαρατήρητα |απόλ. |με αναφ. πρότ. Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. κρατώ κτ. κρυμμένο από τον εαυτό μου, λησμονώ |με γεν. |κυρίως στον αόρ. β' 2. λησμονώ από πρόθεση, παραμελώ, παραλείπω, παρέρχομαι
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες