Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "κρείσσων"

1 εγγραφή
κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. (ως συγκρ. του κρατύς) ο ισχυρότερος, ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη), αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη, αυτός που υπερισχύει, που νικά Β. (ως συγκρ. του ἀγαθός) ο καλύτερος, ο ανώτερος, ιδίως ως προς τη θέση, την αξία |είμαι καλύτερος, ανώτερος, καταλληλότερος στο να πράξω κτ. |με απρφ. |ως ουσ. οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες, οι θείες δυνάμεις |τά κρείσσω=τα θεία |τά κρείσσονα=τα πλεονεκτήματα |φρ. κρεῖσσον ἐστι με απρφ.=είναι καλύτερο, προτιμότερο να...=κρείσσων εἰμί με μτχ. |φρ. κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ. αυτός που υπερβάλλει, που υπερτερεί, που βρίσκεται πάνω από κπ. ή από κτ. Δ. αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ., ο εγκρατής |αυτός που θέτει τον εαυτό του πάνω από κτ. |φρ. κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε. ο ανώτερος, ο εξοχότερος |με ηθική σημασία |φρ. ὁ κρείττων λόγος (αντ. ὁ ἥσσων)=ο ηθικά ανώτερος λόγος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες