Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "κατά"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταλείπω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. αφήνω, αφήνω πίσω, εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει) |αφήνω κτ. να πέσει, παραμελώ 2. αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ Β. ΜΕΣΟ 1. αφήνω πίσω μου 2. αφήνω υπόλοιπο Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. αφήνομαι πίσω, εγκαταλείπομαι |μένω, απομένω |μτφ. 2. κληρονομούμαι |μτφ.