Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "κακός"

1 εγγραφή
κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |για πρόσωπα 1. άσχημος, δύσμορφος, αξιολύπητος, ελεεινός |για εξωτερική εμφάνιση 2. ανίκανος, αδέξιος |δειλός, άνανδρος 3. μη ευγενικής καταγωγής, άσημος, χυδαίος, τιποτένιος 4. εχθρικός, κακόβουλος, μοχθηρός, πονηρός, μισητός |με ηθική σημασία Β. αυτός που προξενεί συμφορά, οδυνηρός, δυσμενής, βλαβερός, ολέθριος |για πράγματα |υβριστικός, προσβλητικός |για λόγια Γ. |το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόν, τὰ κακά=δυστυχία, κακοτυχία, συμφορά, κακή πράξη |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο |σε συνδυασμό με το επίθετο κακός |φρ. κακῶς πράττειν, κακῶς πάσχειν, κακῶς ἔχειν=δυστυχώ, βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση |φρ. κακῶς γενέσθαι=κακοπαθαίνω, με βρίσκει συμφορά |φρ. κακῶς ποιεῖν τινα, κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ. |φρ. κακῶς λέγειν τινα=κακολογώ κπ. |φρ. κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη |φρ. κακῶς εἰδέναι=αγνοώ |φρ. κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες