Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "κίνδυνος"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κίνδυνος
Α. επαπειλούμενο κακό, απειλή άμεσου υπαρκτού κακού, κίνδυνος |συχνά στον πληθ. |ως σύστ.Α |φρ. κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο |φρ. ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν, πρὸς κινδύνους ἰέναι, εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους |φρ. κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν κίνδυνο |φρ. τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ. σε κίνδυνο |φρ. κίνδυνός ἐστι + απρφ. ή απλή δοτ.=υπάρχει κίνδυνος να... ή για κπ. |φρ. ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι σε κίνδυνο |φρ. ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση |φρ. τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β. αγώνας, τολμηρή επιχείρηση, περιπέτεια