Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "κάλος"

1 εγγραφή
καλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. ωραίος, όμορφος, εμφανίσιμος |με αιτ. ή απρφ. της αναφ. |ως επίθ. που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού |τὸ καλόν=η ομορφιά, το κάλλος |τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο, οι κανόνες καλής συμπεριφοράς, η κομψότητα, το καλό γούστο Β. 1. αρμόδιος, επιτήδειος, ικανοποιητικός, κατάλληλος, αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2. αίσιος, ευνοϊκός, καλός |με απρφ. της αναφ. Γ. ηθικά ωραίος, επιδοκιμαστέος, έντιμος, πρέπων, σωστός |λαμπρός, θαυμάσιος |στους ΤΡΑΓ με ειρων. σημασία |τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος, η αρετή, το ηθικά αγαθό, αντ. τὸ αἰσχρόν |φρ. καλόν (ἐστι) με απρφ.=είναι καλό, είναι δίκαιο, είναι σωστό να... |φρ. καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα, ιδίως για τη δήλωση ευγενών, ευπατριδών, επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με καλό τρόπο, ορθά, δίκαια, όπως πρέπει 2. (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς, ευνοϊκά 3. τελείως, παντελώς, ακριβώς 4. (σε απαντήσεις, για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα, πολύ καλά, σύμφωνοι, δέχομαι |(σε ευγενική και ειρων. άρνηση) όχι, ευχαριστώ 5. λαμπρά, θαυμάσια |ειρων. |φρ. καλῶς καὶ εὖ |φρ. καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις, πράττω σωστά |φρ. καλῶς ἔχω=είμαι, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση |φρ. καλῶς πράττω=ευτυχώ |καλῶς ἔχω με απρφ. |είναι καλό να... |συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ. καλός
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες