Α. θεϊκός, αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού, που εμπνέεται από τον θεό, γενναίος, δυνατός |αφιερωμένος στον θεό, άγιος, ιερός, σεπτός, αμόλυντος |σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β. |το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερόν=ναός, ιερός τόπος |τὰ ἱερά=ο ναός |τὰ ἱερά=προσφορές, θυσίες, ιερές τελετές, εντόσθια του θύματος |φρ. ἱερὰ νόσος=επιληψία |φρ. ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος |φρ. ἱερὸς νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες |φρ. ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές, ιερογλυφικά |φρ. ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα |