Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "θαυμάσιος"

1 εγγραφή
θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ό,τι προκαλεί έκπληξη και απορία, κάποτε και φόβο, επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο, ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων |φρ. θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα, παράξενα |ΠΛ 2. ό,τι προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό, επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά, αντίθετα με ό,τι μπορούσε να περιμένει κανείς, ή επειδή έχει μοναδικές και ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά |για πράγματα, φαινόμενα, γεγονότα |όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά |για ανθρώπους |ειρων. |φρ. ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου |ΠΛ |φρ. θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν θαυμασμό |ΠΛ |με άλλο επίθ. ως επιτατικό της σημασίας του |ΠΛ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. εξαιρετικά καλά, σε εξαιρετικό βαθμό |ειρων. 2. εκπληκτικά, με την έννοια του απροσδόκητου, του μη αναμενόμενου
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες