Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "εύ"

11 εγγραφές [1 - 10]
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά, αυτός που έχει ευγενική καταγωγή |γενναιόψυχος, γενναιόδωρος, θαρραλέος |από καλή ράτσα |για ζώα 2. αρχοντικός, ωραίος, επιβλητικός |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια, μεγαλόψυχα, με θάρρος
εὐδαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα, δηλ. ο καλότυχος, ο μακάριος, ο ευτυχής |με γεν. πράγμ. |φρ. τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία |ο αληθινά, ο απόλυτα ευτυχής |ειρων. Β. ο εύπορος, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος |για τόπους |διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία, σε κατάσταση ευημερίας
εὐλάβεια
1. προσοχή, προφύλαξη, περίσκεψη |προσοχή ή εγρήγορση για κτ. ή για την αποφυγή κπ. πράγματος |με γεν. 2. φροντίδα, μέριμνα, φρόνηση, σύνεση, ευσέβεια, ευλάβεια |φρ. εὐλάβειαν ἔχειν μή...=φροντίζω, μεριμνώ μήπως...
εὐλαβέομαι
Α. 1. προσέχω, φροντίζω, φυλάγομαι από κτ. |με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ. |με απρφ. (με ή χωρίς μή) |με περί |με αιτ. πράγμ. |απόλ. 2. αναμένω, μελετώ με προσοχή Β. σέβομαι, τιμώ, δείχνω ευλάβεια |με αιτ. προσ.
εὐλαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. φρόνιμος, διακριτικός, προσεκτικός |το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές=σύνεση, προσοχή, διακριτικότητα Β. αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ. με προσοχή, με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με προσοχή, με προφύλαξη 2. με σεβασμό
εὔνοος και συνηρημένο εὔνους
|αυτός που διάκειται ευνοϊκά, ο ευμενής, ο καλοπροαίρετος, ο φιλικός |με δοτ. |το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔνουν=η εύνοια
εὐπραγία
Α. ευτυχής έκβαση, επιτυχία, ευτυχία Β. το να ενεργεί, το να πράττει κάποιος ορθά, σε αντ. με την απλή ευτυχία |εὐπραγίαι=καλή πράξη, καλό έργο, καλή υπηρεσία
εὑρίσκω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. βρίσκω ότι |με μτχ. |με απρφ. |βρίσκω με ποια μέσα να... |με ὅπως ή με απρφ. 2. ανευρίσκω, ανακαλύπτω 3. επινοώ, εφευρίσκω 4. βρίσκω, αποκτώ 5. καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β. ΜΕΣΟ 1. ανευρίσκω, ανακαλύπτω 2. επινοώ, εφευρίσκω 3. βρίσκω, αποκτώ για τον εαυτό μου |με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. βρίσκομαι, θεωρούμαι 2. ανευρίσκομαι, ανακαλύπτομαι 3. επινοούμαι, εφευρίσκομαι 4. έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1. σεβασμός προς τους θεούς, ευσέβεια, ευλάβεια θρησκευτική 2. βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια |η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή
εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |για πρόσωπα 1. ευλαβής, θρήσκος, όσιος, ευσεβής, αντ. του δυσσεβής 2. αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα, αυτός που τα εκπληρώνει |με εμπρόθετο προσδιορισμό |δίκαιος (στην πράξη, με έργα) |με αιτ. Β. άγιος, ιερός, αγιασμένος, σύμφωνος με το καθήκον |για πράξεις και πράγματα |τό εὐσεβές=εὐσέβεια |φρ. ἐν εὐσεβεῖ (ἐστι) και απρφ.=είναι μια πράξη ευσέβειας το να... |φρ. ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια, με αισθήματα σεβασμού |φρ. εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες