Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "ευτυχής"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εὐτυχής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη, αυτός που ευνοείται από την τύχη, τυχερός |ευτυχισμένος |το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2. ευνοημένος, προικισμένος, επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με καλή τύχη, κατά ευτυχή συγκυρία |με ευτυχία 2. με επιτυχία