ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |για πρόσωπα 1. ευλαβής, θρήσκος, όσιος, ευσεβής, αντ. του δυσσεβής 2. αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα, αυτός που τα εκπληρώνει |με εμπρόθετο προσδιορισμό |δίκαιος (στην πράξη, με έργα) |με αιτ. Β. άγιος, ιερός, αγιασμένος, σύμφωνος με το καθήκον |για πράξεις και πράγματα |τό εὐσεβές=εὐσέβεια |φρ. ἐν εὐσεβεῖ (ἐστι) και απρφ.=είναι μια πράξη ευσέβειας το να... |φρ. ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια, με αισθήματα σεβασμού |φρ. εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι |