Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "ευσέβεια"

1 εγγραφή
εὐσέβεια
1. σεβασμός προς τους θεούς, ευσέβεια, ευλάβεια θρησκευτική 2. βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια |η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες