Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "ευπραγία"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εὐπραγία
Α. ευτυχής έκβαση, επιτυχία, ευτυχία Β. το να ενεργεί, το να πράττει κάποιος ορθά, σε αντ. με την απλή ευτυχία |εὐπραγίαι=καλή πράξη, καλό έργο, καλή υπηρεσία