Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "ευλαβής"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εὐλαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. φρόνιμος, διακριτικός, προσεκτικός |το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές=σύνεση, προσοχή, διακριτικότητα Β. αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ. με προσοχή, με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με προσοχή, με προφύλαξη 2. με σεβασμό