Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "ευδαίμων"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εὐδαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα, δηλ. ο καλότυχος, ο μακάριος, ο ευτυχής |με γεν. πράγμ. |φρ. τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία |ο αληθινά, ο απόλυτα ευτυχής |ειρων. Β. ο εύπορος, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος |για τόπους |διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία, σε κατάσταση ευημερίας