Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "ευγενής"

1 εγγραφή
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά, αυτός που έχει ευγενική καταγωγή |γενναιόψυχος, γενναιόδωρος, θαρραλέος |από καλή ράτσα |για ζώα 2. αρχοντικός, ωραίος, επιβλητικός |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια, μεγαλόψυχα, με θάρρος
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες