Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "επιτήδευμα"

1 εγγραφή
ἐπιτήδευμα
|αυτό με το οποίο ασχολείται κπ., η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα |η συνήθεια, ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ.)
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες