Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "επιδίδω"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἐπιδίδωμι
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον, προσθέτω |προσφέρω με τη θέλησή μου, παραχωρώ, χαρίζω 2. συνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης |δίνω προίκα 3. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, ενισχύομαι, βελτιώνομαι, προοδεύω Β. ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι, δίνομαι