Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "εξετάζω"

1 εγγραφή
ἐξετάζω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. εξετάζω, ερευνώ, δοκιμάζω, ελέγχω |με πλάγια ερώτηση |ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ. για κτ. |με αιτ. και εμπρόθετο ή με αιτ. και αιτ. της αναφοράς 2. επιθεωρώ |για στρατεύματα |απαριθμώ 3. υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση, ανακρίνω 4. εκτιμώ, υπολογίζω, παραβάλλω, συγκρίνω 5. αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. εξετάζομαι, ελέγχομαι |αποδεικνύομαι, αναγνωρίζομαι |με μτχ. 2. επιθεωρούμαι 3. συγκαταλέγομαι 4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 5. ανακρίνομαι
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες