Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "ενεργός"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἐνεργός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που έχει μια δραστηριότητα, που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο, ενεργητικός, δραστήριος, ζωντανός |για άνθρωπο 2. κατάλληλος, ισχυρός, αποτελεσματικός |για πράγματα και καταστάσεις |παραγωγικός, αποδοτικός, προσοδοφόρος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια, αποτελεσματικά, ενεργά