Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "εμφανής"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἐμφανής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που αντανακλά, αυτός που καθρεφτίζει |για κάτοπτρα 2. ορατός, φανερός, προφανής, έκδηλος, σαφής |για πρόσωπα,για πράγματα, για λόγους |γνωστός, πασίγνωστος |ολοφάνερος |για θεούς |ως ουσ. τό ἐμφανές |φρ. ἐμφανῆ παρέχειν τινά, καθιστάναι εἰς ἐμφανές, εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ. ή κτ., αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ. πράγματος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά, με έκδηλο τρόπο, καθαρά, δημόσια