ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος, που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, ο εθνικά ανεξάρτητος, αντ. δοῦλος 2. αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου, που έχει ελεύθερο φρόνημα, που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση, που δεν εξαναγκάζεται |με γεν.=απαλλαγμένος από κτ. |αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη, έντιμος, μεγαλόψυχος, ευγενής, συν. ἐλευθέριος 3. σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη |για γυναίκα Β. αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους, προσιτός |για πράγματα |αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα |για κτήματα |ως ουσ. τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία |ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό, ανεξάρτητα, με ελεύθερη βούληση |