Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "ελεύθερος"

1 εγγραφή
ἐλεύθερος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος, που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, ο εθνικά ανεξάρτητος, αντ. δοῦλος 2. αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου, που έχει ελεύθερο φρόνημα, που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση, που δεν εξαναγκάζεται |με γεν.=απαλλαγμένος από κτ. |αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη, έντιμος, μεγαλόψυχος, ευγενής, συν. ἐλευθέριος 3. σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη |για γυναίκα Β. αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους, προσιτός |για πράγματα |αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα |για κτήματα |ως ουσ. τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία |ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό, ανεξάρτητα, με ελεύθερη βούληση
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες