Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "εκών"

1 εγγραφή
ἑκών
|αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του, πρόθυμα, με ευχαρίστηση |αυτός που κάνει κτ. σκόπιμα, επίτηδες |φρ. ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα |φρ. ἑκὼν ἑκόντι, ἑκὼν παρ'ἑκόντος, ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία |φρ. ἄκων ἢ ἑκών |φρ. βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ., ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες