Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "εκκλησιά"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἐκκλησία
1. (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών, θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες, εκκλησία του δήμου |φρ. ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση |φρ. ἐκκλησίαν συνάγω, συναγείρω, ἁθροίζω, συλλέγω, ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση |φρ. ἐκκλησίαν ἀνίστημι, διαλύω=διαλύω τη συνέλευση |(έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση, συνάθροιση 2. τόπος συνάθροισης