Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "εισβολή"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εἰσβολή
1. είσοδος, πέρασμα, διάβαση, στενό πέρασμα, πρόσβαση, εκβολές ποταμού 2. επίθεση, εισβολή, επιδρομή 3. αρχή, έναρξη, είσοδος, εισαγωγή, πρόλογος |μτφ.