Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "εισβολή"

1 εγγραφή
εἰσβολή
1. είσοδος, πέρασμα, διάβαση, στενό πέρασμα, πρόσβαση, εκβολές ποταμού 2. επίθεση, εισβολή, επιδρομή 3. αρχή, έναρξη, είσοδος, εισαγωγή, πρόλογος |μτφ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες