Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "δώρο"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δῶρον
1. χάρισμα, προσφορά σε κπ. χωρίς ανταπόδοση |αφιερώματα, αναθήματα, προσφορές 2. προσφορά ως ανταμοιβή, προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση, δωροδοκία |φρ. δώρων γραφή |φρ. δώρων ἑλεῖν, ὀφλεῖν, κριθῆναι |υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά, φόρος 3. δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο