Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "δόξα"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δόξα
1. γνώμη, άποψη, κρίση |υπόθεση, εικασία, ένδειξη (αντ. γνῶσις και ἐπιστήμη) |φιλοσοφία |φρ. αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες |φαντασία, όραμα 2. προσδοκία, ελπίδα 3. η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ., φήμη, υπόληψη, τιμή