Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "δόκιμα"
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δοκιμάζω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. υποβάλλω σε δοκιμή, ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων, νομισμάτων, κρασιού, ζώων) |για πράγματα |με αιτ. |για αφηρημένο ουσιαστικό |με απρφ. |με πλάγια ερώτηση |εξετάζω, ερευνώ, ελέγχω |για πρόσωπα 2. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, κρίνω κπ. ή κτ. κατάλληλο (για υπηρεσία, αξίωμα, κοινωνική τάξη) Β. ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου, επιλέγω Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος |έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για υπηρεσία, αξίωμα, κοινωνική τάξη) |απρόσ. - δοκιμασία
1. έλεγχος, εξέταση, δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2. έλεγχος, εξέταση