Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "δυσχερής"

1 εγγραφή
δυσχερής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. δυσάρεστος, ενοχλητικός, θλιβερός |για πρόσωπα και πράγματα 2. εχθρικός, αποκρουστικός, μισητός |για πρόσωπα και καταστάσεις |δύστροπος, ιδιόρρυθμος, δύσκολος 3. αντιφατικός, αντιρρητικός |για επιχειρηματολογία |ως ουσ. τό δυσχερές, τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια, οι δυσκολίες |ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα, δύσκολα, ενοχλητικά, αρνητικά
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες