Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "δουλεύω"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δουλεύω
1. είμαι σκλάβος , έχω στερηθεί την ελευθερία μου |με δοτ., με αιτ. και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό |είμαι δούλος, είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ. ή κτ. |προσφέρω υπηρεσίες, υπηρετώ 2. υποτάσσομαι, πειθαρχώ