Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "δοκιμάζω"

1 εγγραφή
δοκιμάζω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. υποβάλλω σε δοκιμή, ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων, νομισμάτων, κρασιού, ζώων) |για πράγματα |με αιτ. |για αφηρημένο ουσιαστικό |με απρφ. |με πλάγια ερώτηση |εξετάζω, ερευνώ, ελέγχω |για πρόσωπα 2. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, κρίνω κπ. ή κτ. κατάλληλο (για υπηρεσία, αξίωμα, κοινωνική τάξη) Β. ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου, επιλέγω Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος |έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο (για υπηρεσία, αξίωμα, κοινωνική τάξη) |απρόσ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες