Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "διώκω"

1 εγγραφή
διώκω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ακολουθώ κπ. με εχθρική διάθεση, καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) |με αιτ. |απόλ. |ακολουθώ κπ. με φιλική διάθεση ή ως οπαδός |ακολουθώ κπ. με ερωτική διάθεση |διώχνω, απελαύνω |φρ. τὸν φεύγοντα διώκειν 2. επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να πετύχω κτ. |περιγράφω, εξιστορώ 3. ωθώ, θέτω σε κίνηση, εξαναγκάζω κτ. να σπεύσει |σπεύδω, τρέχω Β. ΜΕΣΟ 1. καταδιώκω, κυνηγώ 2. επιδιώκω, επιζητώ Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι, ωθούμαι, διώκομαι, κατηγορούμαι Δ. |δικανικός όρος |μηνύω, καταγγέλλω, κατηγορώ |με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με γεν. της ποινής (θανάτου ή περὶ θανάτου) |φρ. διώκω γραφήν=καταγγέλλω, κινώ δίκη |φρ. δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου |φρ. φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου |ὁ διώκων=ο κατήγορος, ο μηνυτής (αντ. ὁ φεύγων) |ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες