Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "διδάσκω"

1 εγγραφή
διδάσκω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω |με αιτ. |απόλ. |μαθαίνω κτ. σε κπ. |με διπλή αιτ. |εκπαιδεύω |με απρφ. 2. καθοδηγώ, παροτρύνω με επιχειρήματα, συμβουλεύω |με απρφ. 3. εξηγώ, ερμηνεύω |με εμπρόθετο προσδιορισμό 4. προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα, διθύραμβο) στο θέατρο Β. ΜΕΣΟ 1. διδάσκω κπ. μέσω άλλου |με απρφ. |με διπλή αιτ. 2. διδάσκω τον εαυτό μου, αποκτώ γνώσεις, μαθαίνω Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι, εκπαιδεύομαι |με αιτ. |με απρφ. |με δευτερεύουσα πρόταση |φρ. δίδασκε, δίδαξον=πες, διηγήσου, εξήγησε
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες