Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "διαφθείρω"

1 εγγραφή
διαφθείρω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. καταστρέφω, διαλύω, αφανίζω, εξολοθρεύω |κυριολ. 2. πλήττω, ζημιώνω, χαλάω |μτφ. |αλλοιώνω, παραποιώ, νοθεύω, δωροδοκώ, εξαπατώ |βλάπτω, φθείρω, καταστρέφω, ατιμάζω |με ηθική σημασία Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. πλήττομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, πεθαίνω |κυριολ. 2. καταβάλλομαι, συντρίβομαι, χάνομαι |μτφ. |φθείρομαι, καταστρέφομαι |με ηθική σημασία
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες