Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "διαφέρω"

1 εγγραφή
διαφέρω
Α. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1. περνώ τον καιρό μου, ζω |χρόνος 2. μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις, διαχέω, διασκορπίζω |τόπος |περνώ, διασχίζω 3. υπομένω, αντέχω μέχρι τέλους 4. ρίχνω αρνητική ψήφο, ψηφίζω καταδικαστικά Β. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1. διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ανόμοιος |με γεν. συγκρ. |με γεν. συγκρ. και αιτ. αναφ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό 2. διακρίνομαι, υπερέχω |με δοτ. αναφ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με γεν. συγκρ. και αιτ. αναφ. |με απρφ. |σε αρνητικές προτάσεις: είμαι κατώτερος |διαφέρει, υπάρχει διαφορά |απρόσωπη σύνταξη διαφέρει |με ενδιαφέρει, με νοιάζει |με δοτ. προσ. |φρ. τὸ διαφέρον, τὰ διαφέροντα=το συμφέρον, τα συμφέροντα Γ. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. ανταγωνίζομαι, μάχομαι, διαφωνώ |με δοτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό 2. διαχωρίζω, διίσταμαι (απόψεις, θεωρίες), αντ. του συμφέρομαι=προσεγγίζω, συμφωνώ |φιλοσοφία
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες