Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "διάφορος"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάφορος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. διαφορετικός, ανόμοιος, αλλιώτικος 2. αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ., ασύμφωνος, ενάντιος, εχθρικός |με δοτ. |με γεν. 3. αυτός που διαφέρει, εξέχων, σημαντικός Β. |ως ουσ. τὸ διάφορον, τὰ διάφορα 1. διαφορά, διάκριση, ανομοιότητα 2. αλλαγή, μετάπτωση της τύχης 3. διαφωνία, διένεξη 4. δαπάνη, κατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. διαφορετικά, με διαφορετικό τρόπο 2. καλύτερα, ανώτερα |διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν