Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "δεί"

2 εγγραφές [1 - 2]
δεῖ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. είναι ανάγκη, πρέπει, επιβάλλεται |με αιτ. και απρφ. |με δοτ. προσ. και απρφ. |με ονoμ. προσ. και απρφ. |με ὅπως και ὅπως μή και οριστ. μέλλ. |απόλ. 2. υπάρχει ανάγκη, υπάρχει έλλειψη κπ. πράγματος |με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ. |μτχ. ενεστ.=υπολείπεται, χρειάζεται, απαιτείται |το ουδ. μτχ. δέον απόλ. 3. δέων, δέουσα, δέον=ο αναγκαίος, ο απαραίτητος, ο κατάλληλος Β.ΜΕΣΟ είναι ανάγκη, πρέπει, επιβάλλεται να γίνει κτ. |φρ. ὀλίγου δεῖ, μικροῦ δεῖ ,τοσούτου δεῖ=σχεδόν, παραλίγο, λίγο έλειψε να... |φρ. πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το να...,χρειάζεται πολύ για να... |φρ. πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι |φρ. οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση
δείκνυμι
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. δείχνω, συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι |παρουσιάζω |επισημαίνω, υποδεικνύω 2. δείχνω, επιδεικνύω 3. εξηγώ, διδάσκω 4. φανερώνω, αποκαλύπτω 5. φέρνω ως τεκμήριο, παρουσιάζω ως στοιχείο |επικαλούμαι νόμο 6. αποδεικνύω |με μτχ. Β. ΜΕΣΟ 1. δείχνω, παρουσιάζω |ΟΜ 2. δείχνω κπ., απευθύνομαι σε κπ. |ΟΜ 3. χαιρετώ, καλωσορίζω |ΟΜ Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. δείχνομαι, παρουσιάζομαι, υποδεικνύομαι 2. παρουσιάζομαι, γνωστοποιούμαι, αποκαλύπτομαι 3. αποδεικνύομαι
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες