Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. είναι ανάγκη, πρέπει, επιβάλλεται |με αιτ. και απρφ. |με δοτ. προσ. και απρφ. |με ονoμ. προσ. και απρφ. |με ὅπως και ὅπως μή και οριστ. μέλλ. |απόλ. 2. υπάρχει ανάγκη, υπάρχει έλλειψη κπ. πράγματος |με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ. |μτχ. ενεστ.=υπολείπεται, χρειάζεται, απαιτείται |το ουδ. μτχ. δέον απόλ. 3. δέων, δέουσα, δέον=ο αναγκαίος, ο απαραίτητος, ο κατάλληλος Β.ΜΕΣΟ είναι ανάγκη, πρέπει, επιβάλλεται να γίνει κτ. |φρ. ὀλίγου δεῖ, μικροῦ δεῖ ,τοσούτου δεῖ=σχεδόν, παραλίγο, λίγο έλειψε να... |φρ. πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το να...,χρειάζεται πολύ για να... |φρ. πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι |φρ. οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση |