Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "δίδω"

1 εγγραφή
δίδωμι
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. δίνω, παρέχω, προσφέρω |με αιτ. και δοτ. |με δοτ. και απρφ. |με απρφ. |με αιτ. 2. παραδίδω |με αιτ. και δοτ. |παραδίδω γυναίκα σε κπ. για σύζυγο 3. προσφέρω στους θεούς (δώρο, προσφορά, θυσία) |με αιτ. και δοτ. |χαρίζω, επιτρέπω |σε προσευχές και ευχές |φρ. δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια, είμαι ευμενής 4. αποδέχομαι, λαμβάνω ως δεδομένο |επιστημ. |ΠΛ, ΑΡΙΣΤ |φρ. δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση, τιμωρούμαι, υποβάλλομαι σε διαιτησία |φρ. ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο, δεσμεύομαι με όρκο |φρ. ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω, εγκρίνω με ψήφο |φρ. ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία |φρ. λόγον δίδωμι=λογοδοτώ |φρ. λόγον δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ. να μιλήσει |φρ. χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι |φρ. δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι, παρέχομαι, δωρίζομαι
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες