Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "δίαιτα"
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίαιτα
Α. 1. τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή, την ένδυση, τη διαβίωση 2. τα απαραίτητα για την επιβίωση, γεύμα, τρόφιμα |τρόπος διατροφής, ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς, δίαιτα |ιατρική 3. κατοικία, τόπος διαμονής |φωλιά ζώου Β. διαιτησία, επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόσωπο |δικανικός όρος - διαιτάω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ορίζω συγκεκριμένη διατροφή, επιβάλλω δίαιτα 2. είμαι διαιτητής, κρίνω, αποφασίζω, εκδίδω διαιτητική απόφαση |με δοτ. |με απρφ. |με σύστ. Α |κάνω κάτι φανερό, αποδεικνύω 3. διευθύνω, κυβερνώ Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν ορισμένο τρόπο ζωής, διαβιώ, ζω, περνώ τον καιρό μου |ζω σε έναν τόπο |με εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. διαιτῶμαι νόμιμα ἐς θεούς=ζω σεβόμενος / τιμώντας τους θεούς