Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "δήλος"

1 εγγραφή
δῆλος
Α. 1. ορατός, φανερός 2. προφανής, πρόδηλος |φρ. δῆλός εἰμι=γίνομαι φανερός, αποδεικνύομαι |με μτχ. ή με ὡς και μτχ. |με ὅτι |φρ. δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό, αποδεικνύω |με μτχ. |φρ. απρόσ. δῆλόν ἐστι=είναι φανερό, αποδεικνύεται |φρ. δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή, προφανώς, φανερά |επιρρηματική ή παρενθετική χρήση
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες