Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "δέχομαι"

1 εγγραφή
δέχομαι
Α. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1. παίρνω, λαμβάνω, δέχομαι κτ. από κπ. |για πράγματα |δέχομαι κτ. ως ανταμοιβή, ως ανταπόδοση |επιλέγω, προτιμώ, προτιμώ να... |συγκεντρώνω, συλλέγω 2. υποδέχομαι κπ., φιλοξενώ, επιτρέπω |για πρόσωπα |δέχομαι επίθεση, αποκρούω επίθεση, αμύνομαι 3. αποδέχομαι κτ. με ευχαρίστηση, συμφωνώ, επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας |ακούω με προσοχή |θεωρώ κπ. ως... |με κτγ. Β. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες