Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "γλυκύς"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλυκύς
Α. γλυκός, αντ. του πικρός, ὀξύς, ἀλμυρός |για γεύση |ως ουσ. ὁ γλυκύς (ενν.ὁ οἶνος) Β. |μτφ. 1. ευχάριστος, ήπιος, ηδονικός |για αφηρημένα ουσιαστικά 2. αγαπητός, γλυκός |σε προσφώνηση |σε υπερθ. |αφελής, ανόητος |ειρων. |φρ. γλυκύ (ενν. ἐστι)