Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "γιγνώσκω"

1 εγγραφή
γιγνώσκω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. γνωρίζω, μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, γνωρίζω καλά |με αιτ. |με απρφ. |με γεν. |με κτγ.μτχ. |με δευτερεύουσα πρόταση |απόλ. |η μτχ. ως ουσ. ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται |φρ. ἔγνων=κατάλαβα |φρ. ἔγνως=έχεις δίκιο, μιλάς σωστά 2. αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση, διακρίνω, ξεχωρίζω 3. πιστεύω, σχηματίζω γνώμη για κπ. ή για κτ., κρίνω, αποφασίζω Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός, αναγνωρίζομαι |ως ουσ. τὰ γιγνωσκόμενα=αυτά που γίνονται αντιληπτά |ανακοινώνεται, δημοσιοποιείται |δικανικός όρος |κρίνεται ένοχος, καταδικάζεται |για άνθρωπο |μτχ.πρκ. ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος |τὰ ἐγνωσμένα=οι αποφάσεις
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες