Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "βούλομαι"

1 εγγραφή
βούλομαι
Α. 1. θέλω, επιθυμώ, έχω τη βούληση |με απρφ. |με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ. |με αιτ. και απρφ. |απόλ. |έχω την τάση |συνήθ. σε 3. προσ. με απρφ. |επιστήμη και φιλοσοφία 2. προτιμώ, προκρίνω, θέλω περισσότερο |με το μᾶλλον ή το 3. εννοώ, θέλω να πω, ισχυρίζομαι Β. |φρ. βούλει ή βούλεσθε με υποτ. |ενισχυτικό της προτρ. υποτ. |φρ. εἰ βούλει |ευγενικά |φρ. τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό |φρ. βουλομένῳ τινί έστι με απρφ.=είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ. |η μτχ. ως ουσ. ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει, ο καθένας
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες