Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. εξολοθρεύω, σκοτώνω, σφάζω |για πρόσωπα |καταστρέφω, αφανίζω, ρίχνω κπ. σε συμφορές |μτφ. |καταστρέφω κτ. για χάρη κπ. |με αιτ. και γεν. |διαφθείρω |για γυναίκα |φρ. λόγοις ή λέγων ἀπόλλυμι τινά=ενοχλώ έως θανάτου κπ. με τα λόγια μου, σκοτώνω με τα λόγια μου 2. καταστρέφω, αφανίζω, ερημώνω, συντρίβω |για πράγματα 3. χάνω Β.ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. πεθαίνω, χάνομαι, εξολοθρεύομαι |με σύστ. Α |με δοτ. του τρόπου 2. καταστρέφομαι, αφανίζομαι |είμαι χαμένος, κατεστραμμένος (κυρίως στον πρκ. ἀπόλωλα) |χάνομαι με τον πιο ελεεινό και κακορίζικο τρόπο |σε κατάρα |να σε βρει κακό, να χαθείς άθλια, ανάθεμά σε (στη μτχ. μέλλ.) 3. εξαφανίζομαι, γίνομαι αφανής, εκλείπω |