Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "από"

3 εγγραφές [1 - 3]
ἀποδιδράσκω
1. δραπετεύω (ιδίως για φυλακισμένους ή δούλους) |απόλ. |με γεν. (σπάνια) ή εμπρόθετο προσδιορισμό |λιποτακτώ |στρατιωτικός όρος 2. διαφεύγω, ξεφεύγω, αποφεύγω |με αιτ. |μτφ.
ἀποκτείνω
1. σκοτώνω |θυσιάζω |για ζώα 2. καταδικάζω σε θάνατο, σκοτώνω μετά από δικαστική απόφαση 3. στεναχωρώ, προξενώ λύπη |μτφ.
ἀπόλλυμι ή ἀπολλύω
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. εξολοθρεύω, σκοτώνω, σφάζω |για πρόσωπα |καταστρέφω, αφανίζω, ρίχνω κπ. σε συμφορές |μτφ. |καταστρέφω κτ. για χάρη κπ. |με αιτ. και γεν. |διαφθείρω |για γυναίκα |φρ. λόγοις ή λέγων ἀπόλλυμι τινά=ενοχλώ έως θανάτου κπ. με τα λόγια μου, σκοτώνω με τα λόγια μου 2. καταστρέφω, αφανίζω, ερημώνω, συντρίβω |για πράγματα 3. χάνω Β.ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. πεθαίνω, χάνομαι, εξολοθρεύομαι |με σύστ. Α |με δοτ. του τρόπου 2. καταστρέφομαι, αφανίζομαι |είμαι χαμένος, κατεστραμμένος (κυρίως στον πρκ. ἀπόλωλα) |χάνομαι με τον πιο ελεεινό και κακορίζικο τρόπο |σε κατάρα |να σε βρει κακό, να χαθείς άθλια, ανάθεμά σε (στη μτχ. μέλλ.) 3. εξαφανίζομαι, γίνομαι αφανής, εκλείπω
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες