Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "αποκτείνω"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἀποκτείνω
1. σκοτώνω |θυσιάζω |για ζώα 2. καταδικάζω σε θάνατο, σκοτώνω μετά από δικαστική απόφαση 3. στεναχωρώ, προξενώ λύπη |μτφ.