Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "αποδιδράσκω"

1 εγγραφή
ἀποδιδράσκω
1. δραπετεύω (ιδίως για φυλακισμένους ή δούλους) |απόλ. |με γεν. (σπάνια) ή εμπρόθετο προσδιορισμό |λιποτακτώ |στρατιωτικός όρος 2. διαφεύγω, ξεφεύγω, αποφεύγω |με αιτ. |μτφ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες