Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "απάτη"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἀπάτη
Α. 1. εξαπάτηση, απάτη |τέχνασμα, στρατήγημα στον πόλεμο για την εξαπάτηση του εχθρού 2. δόλος, δολοπλοκία 3. ψευδαίσθηση, λανθασμένη εντύπωση Β. η Απάτη |προσωποποίηση