Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "απά"
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἁπαλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. απαλός στην αφή, τρυφερός |για μέρη του σώματος |για ανθρώπους και ζώα 2. τρυφερός, μαλακός |για πράγματα Β. |μτφ. |ήσυχος, γλυκός, απαλός |εκθηλυμένος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ γλυκά, τρυφερά - ἀπάτη
Α. 1. εξαπάτηση, απάτη |τέχνασμα, στρατήγημα στον πόλεμο για την εξαπάτηση του εχθρού 2. δόλος, δολοπλοκία 3. ψευδαίσθηση, λανθασμένη εντύπωση Β. η Απάτη |προσωποποίηση